- φαλάκρωμα
- το, ΝΜΑ [φαλακρῶ, -ώνω]η φαλάκρωσηαρχ.1. φαλακρή κεφαλή2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλάκρωμα — bald head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρώματα — φαλάκρωμα bald head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρώματι — φαλάκρωμα bald head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρώματος — φαλάκρωμα bald head neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿՆՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1106 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. ԿՆՏՈՒԹԻՒՆ կամ ԿՆԴՈՒԹԻՒՆ. φαλάκρωμα calvities. Կունտ կամ կունդ գոլն. ճաղատութիւն. ճեղութիւն. եւ Կեղ գլխոյ՝ որ թափէ զհերս. ... *ի կնտութեան (կամ ʼի կնդութեան) նորա կամ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φαλάκρωση — η το πέσιμο των τριχών του κεφαλιού, ο σχηματισμός φαλάκρας, φαλάκρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)